Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τρέφοισαι καὶ τονοῖσαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς

См. также в других словарях:

  • τονώνω — τονῶ, όω, ΝΑ [τόνος (Ι)] 1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τόν τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.) 2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»